ναυηγώ

ναυηγώ
ναυηγῶ, -έω (Α)
ιων. τ. βλ. ναυαγώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ναυαγώ — (ΑΜ ναυαγῶ, έω, Α ιων. τ. ναυηγῶ) [ναυαγός] 1. (για πλοίο) γίνομαι ναυάγιο, βουλιάζω, καταποντίζομαι, ή εξοκέλλω και χάνω οριστικά την ικανότητα πλεύσης 2. (για πρόσ.) βρίσκομαι πάνω σε πλοίο που ναυαγεί νεοελλ. μτφ. (για πρόσ. ή ενέργ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”